στόνος — sighing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόνοι — στόνος sighing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόνοις — στόνος sighing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόνον — στόνος sighing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόνου — στόνος sighing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόνους — στόνος sighing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόνων — στόνος sighing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόνῳ — στόνος sighing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόστονος — μεγαλόστονος, ον (Α) αυτός που προξενεί πολλούς στεναγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στόνος (< στένω «στενάζω, κλαίω»), πρβλ. αλί στονος, βαρύ στονος] … Dictionary of Greek
ναυσίστονος — ναυσίστονος, ον (Α) φρ. «ναυσίστονος ὕβρις» αξιοθρήνητη απώλεια πλοίων, στεναγμοί και γόοι που ακούγονται από πλοία εξαιτίας ήττας σε ναυμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + στόνος (< στένω «στενάζω»), πρβλ. αλί στονος βαρύ … Dictionary of Greek